Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

ΠΟΣΟ ΚΟΣΤΙΖΕΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Μια φορά, ήταν ένας παραμυθάς που καθόταν μπροστά στο τζαμί του Οράν. Λιμάνι αλγερινό είναι -υπάρχει ακόμα.
Καθόταν λοιπόν στο πεζούλι, κοντά στο αυλάκι με το νερό όπου πλένουν τα ποδάρια οι προσκυνητές πριν μπούνε στο τζαμί, και πουλούσε όνειρα. Τρία ρεάλια το ένα. Φτηνά, αν σκεφτεί κανείς ότι το ριάλι πια δεν υπήρχε, δεν είχε αντίκρισμα. Ακριβά, αν υπολογίσουμε ότι είναι πολύ δύσκολο σήμερα να βρεθεί ριάλι στην αγορά.

- «Να δώσω μπάρμπα ένα ευρώ;» ρώτησε ένας Γάλλος τουρίστας που ήξερε και τη γλώσσα «τι όνειρο μου δίνεις;»

- «Τρία ρεάλια το πουλώ κι αν έχεις τ' αγοράζεις» απάντησε ο παραμυθάς και κοίταξε πέρα με τα τυφλωμένα του μάτια.

Οι παραμυθάδες είναι συνήθως τυφλοί, δεν έχουν ανάγκη την όραση -βλέπουν καλύτερα με τα μάτια της καρδιάς και του μυαλού.
Ο γάλλος πείσμωσε, ήθελε το όνειρο επειγόντως, κι έψαξε στα παλιατζίδικα και βρήκε τρία ρεάλια ξεχασμένα σ' ένα μαστραπαδάκι και το πήρε, μισό ευρώ του κόστισαν και τα τρία, μαζί με το μαστραπά.
Πάει ξανά να βρει τον παραμυθά αγοράσει τ' όνειρο, αλλά ο μπάρμπας είχε φύγει. Έμεινε ο γάλλος πέντε μέρες παραπάνω στο Αλγέρι και ψηνόταν καλά στον ήλιο του Οράν και στην αλμύρα της θάλασσας και ξημεροβραδιαζόταν μπροστά στο τζαμί περιμένοντας τον παραμυθά, αλλά του κάκου! Παραμυθάς πουθενά.
Έβγαλε λοιπόν εισιτήριο να φύγει με το επόμενο καράβι.

Λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο για Μασσαλία, πέρασε από το τζαμί να δει μπας και ο παραμυθάς είχε γυρίσει στο πόστο του, και, πράγματι, εκεί ήταν ο γέροντας.
Ο τουρίστας έτρεξε γρήγορα και του είπε:

- «Μπάρμπα, εδώ έχω τα τρία ρεάλια που ζήτησες. Πούλα μου τώρα τ' όνειρο!»

- «Σήμερα το όνειρο κοστίζει πέντε ρεάλια» απάντησε ο παραμυθάς και ο γάλλος φουρκισμένος έτρεξε να ακυρώσει το εισιτήριό του και ύστερα, γραμμή στο παλιατζίδικο να ψάξει γι άλλα δυο ρεάλια να συμπληρώσει το ποσό.
Το είχε μεγάλη ανάγκη αυτό το όνειρο!

Η ιστορία επαναλήφθηκε τόσες φορές, όσες χρειάστηκαν για να φτάσει στα δεκαπέντε ρεάλια η αξία του ονείρου και να μείνει ο γάλλος τουρίστας κοντά ένα μήνα και κάτι στο αλγερινό λιμάνι.

- «Τελικά, μπάρμπα, θα το πουλήσεις τ' όνειρο ή μήπως με γελάς κι όνειρο δεν έχεις για πούλημα;» είπε στον παραμυθά λίγο πριν μπαρκάρει, αποφασισμένος πια να φύγει και χωρίς όνειρο από τ' Αλγέρι ο γάλλος.

- «Τόσες μέρες που έμεινες εδώ πέρα, τι έκανες;» του απάντησε με ερώτηση ο παραμυθάς.

- «Περίμενα το όνειρο» απάντησε εκείνος, «περίμενα τ' όνειρο και έβγαζα εισιτήρια και τα ακύρωνα κι έψαχνα να βρίσκω ρεάλια στα παλιατζίδικα».

- «Δεν έτρωγες; Δεν κοιμόσουν; Δεν έκανες καμιά βόλτα στα πάρκα με τις φοινικιές; Δε χάζευες τα παπόρια στο λιμάνι;» ξαναρώτησε ο παραμυθάς.

- «Ναι, τα έκανα όλα αυτά που λες, ένα μήνα και κάτι έμεινα στο Οράν» απάντησε ο γάλλος, «αλλά τι σημασία έχει;»

- «Ένα μήνα και κάτι...» μουρμούρισε ο παραμυθάς, «κι όνειρο δε βρήκες;»

- «Αφού δε μου πούλησες, πώς να βρω;»

- «Αφού δε βρήκες μόνος σου τόσον καιρό, νομίζεις πως αυτό που θ' αγοράσεις θα το δεις;»
- «Τα όνειρα αφεντικό, τα έχουμε μέσα μας.
Αν εσύ δεν έχεις μέσα σου όνειρο, αν δε θέλεις να βρεις το όνειρό σου, πώς είσαι σίγουρος ότι αυτό που θ' αγοράσεις από μένα θα έχει αξία για σένα;
Τέλος πάντων, αφού περίμενες τόσο για τ' όνειρο, θα σου χαρίσω ένα τζάμπα.
Για στρίψε τα μάτια σου δεξιά και κοίταξε τι κρύβεται πίσω από την κολόνα του τζαμιού.
Τι βλέπεις; Ότι δεις είναι τ' όνειρό σου.
Άντε και καλό ταξίδι!»

Έστριψε ο γάλλος τουρίστας προς τα εκεί όπου του είπε ο παραμυθάς και είδε πίσω από την κολόνα του τζαμιού να μισοφαίνεται μια άσπρη φουστίτσα. Όπως πλησίαζε, μια κοπέλα του φώναξε στη γλώσσα του «μεσιέ, φαίνεστε γάλλος και θα ήθελα να σας παρακαλέσω να με φωτογραφίσετε με την κάμερα μου δίπλα στην κολόνα. Σε λίγο το πλοίο μου φεύγει και θέλω μια ανάμνηση από το λιμάνι. Παρακαλώ...» και του έτεινε τη φωτογραφική της μηχανή.

Ο Γάλλος φωτογράφισε την κοπέλα κι έτρεξε να βγάλει εισιτήριο να ταξιδέψει μαζί της, με το πλοίο της, για Μασσαλία.

Ύστερα από πολλά- πολλά χρόνια, καθόντουσαν ένα ζευγάρι γεροντάκια στο πεζούλι του τζαμιού στο Οράν, στο λιμάνι της Αλγερίας, κι έλεγαν:

- «Αγαπημένη μου, θα είχα χάσει τη μισή μου ζωή αν δε σε γνώριζα, αν δεν υπήρχε εκείνος ο παραμυθάς να μου χαρίσει τ' όνειρο...»

- «Ναι, αγαπημένε, κι εγώ του χρωστώ χάρη που μου είπε να κρυφτώ πίσω από την κολόνα του τζαμιού και να ζητήσω από τον πρώτο που θα δω να πλησιάζει προς το μέρος μου να με φωτογραφίσει...»

ClickComments